ευθυμώ — ευθυμώ, ευθύμησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ευθυμώ — (ΑΜ εὐθυμῶ, έω) [εύθυμος] είμαι εύθυμος, βρίσκομαι σε εύθυμη, σε χαρούμενη κατάσταση νεοελλ. βρίσκομαι σε ελαφρά μέθη («ήπιε λίγο κρασί και ευθύμησε») μσν. 1. χαίρομαι 2. ξενοιάζω αρχ. 1. κάνω κάποιον εύθυμο, προκαλώ ευθυμία σε κάποιον 2. παθ.… … Dictionary of Greek
εὐθυμῶ — εὐθῡμῶ , εὐθυμέω to be of good cheer pres subj act 1st sg (attic epic doric) εὐθῡμῶ , εὐθυμέω to be of good cheer pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐθύμῳ — Εὔθυμος kind masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθύμῳ — εὐθύ̱μῳ , εὔθυμος kind masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… … Dictionary of Greek
αλεγράρω — [αλέγρος] 1. προκαλώ ευθυμία, δίνω χαρά, φαιδρύνω 2. κάνω κέφι, γίνομαι εύθυμος, ευθυμώ … Dictionary of Greek
ενηβώ — ἐνηβῶ, άω (Α) [ένηβος] 1. περνώ την περίοδο τής ήβης, τής νεότητας, περνώ τα νιάτα μου 2. διασκεδάζω, ευθυμώ («ἐνηβήσας τῇ κατὰ χειμῶνα οἰκουρίᾳ», Λόγγος) 3. (για φυτά) ακμάζω, θάλλω, αυξάνομαι 4. (αμτβ.) βρίσκομαι στην ακμή τής νιότης … Dictionary of Greek
επευθυμώ — ἐπευθυμῶ, έω (Α) [ευθυμώ] είμαι εύθυμος για κάτι … Dictionary of Greek
ευπαθώ — εὐπαθῶ, έω (Α) [ευπαθής] 1. ευχαριστούμαι, ευθυμώ, διασκεδάζω, γλεντοκοπώ 2. (για την ψυχή) βρίσκομαι σε ευχάριστη ψυχική διάθεση, ευτυχώ 3. ευεργετούμαι 4. μέσ. εὐπαθοῡμαι, έομαι (κατά το λεξ. Σούδα «εὐπαθεῑσθαι ἀντὶ τοῡ τρυφᾱν καὶ διαχεῑσθαι» … Dictionary of Greek